- διαβολικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά άνθρωπος με πνεύμα μοχθηρό και πονηρό, δόλιο: Δεν τον θέλω σπίτι μου! Είναι άνθρωπος διαβολικός!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαβολικός — slanderous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολικός — ή, ό (AM διαβολικός, ή όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάβολο, αυτός που έχει τις ιδιότητες τού διαβόλου, ο σατανικός 2. κακεντρεχής, δόλιος, μοχθηρός αρχ. αυτός που έχει την τάση ή τη διάθεση να διαβάλλει … Dictionary of Greek
διαβολικά — διαβολικός slanderous neut nom/voc/acc pl διαβολικά̱ , διαβολικός slanderous fem nom/voc/acc dual διαβολικά̱ , διαβολικός slanderous fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολικῶν — διαβολικός slanderous fem gen pl διαβολικός slanderous masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολικόν — διαβολικός slanderous masc acc sg διαβολικός slanderous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολικαῖς — διαβολικός slanderous fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολικαί — διαβολικός slanderous fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολικοῖς — διαβολικός slanderous masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολικοί — διαβολικός slanderous masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβολικοῦ — διαβολικός slanderous masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)